Πριν από περίπου δύο μήνες η γερμανική FAZ αποκάλυπτε δύο συναντήσεις της εκπροσώπου της ΝΔ Μαρίας Σπυράκη με τον Ζόραν Ζάεφ πριν «κλειδώσει» η συμφωνία των Πρεσπών. Γερμανικές πηγές τις οποίες επικαλείτο η εφημερίδα έλεγαν τότε πως αποστολή της κυρίας Σπυράκη ήταν να πείσει τον πρωθυπουργό της πΓΔΜ να μην κλείσει το Μακεδονικό με την κυβέρνηση Τσίπρα και να περιμένει έως ότου εκλεγεί πρωθυπουργός ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Τότε, η εκπρόσωπος της ΝΔ είχε δηλώσει πως ουδεμία τέτοια αποστολή είχε και πως είδε τον κ. Ζάεφ απλώς για… να πιούν καφέ.
Δημοσιεύματα αποκάλυψαν ότι, μία ημέρα πριν από την ανακοίνωση του «προσυμφώνου» μεταξύ πρωθυπουργού και αρχιεπισκόπου για τον εξορθολογισμό των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας, ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε επισκεφθεί τον κ. Ιερώνυμο. Κατά τα ρεπορτάζ, «αποστολή» του προέδρου της ΝΔ ήταν να πείσει τον αρχιεπίσκοπο να μην προχωρήσει σε συμφωνία με τον «άθεο Τσίπρα» και να παγώσει το εκκλησιαστικό ζήτημα έως ότου εκλεγεί ο ίδιος πρωθυπουργός. Η ΝΔ – μέσω «κύκλων» – διέψευσε ότι υπήρξε τέτοια «αποστολή» και πίεση προς τον αρχιεπίσκοπο, δεν διαψεύδει όμως την συνάντηση. Ενδεχομένως, διότι και ο κ. Μητσοτάκης μπορεί απλώς να ζήτησε να δει τον αρχιεπίσκοπο για να… πιουν καφέ.
Για την κυβέρνηση και οι δύο αυτές περιπτώσεις είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος – της «στρατηγικής υπονόμευσης» που έχει υιοθετήσει ο Κυριάκος Μητσοστάκης, υπό την πλήρη καθοδήγηση του ακραίου άξονα του κόμματός του, δηλαδή της τριανδρίας Σαμαρά, Βορίδη και Γεωργιάδη.
Η στρατηγική αυτή, κατά το Μαξίμου, είναι απολύτως εστιασμένη στο να τορπιλιστεί κάθε βήμα και προοπτική λύσεων στα μεγάλα, εθνικά και θεσμικά, ζητήματα. Ο στόχος, δε, του επιτελικού αυτού σχεδιασμού της ΝΔ είναι να μην εισπράξει ο Αλέξης Τσίπρας πολιτικό κεφάλαιο από την λύση αυτών των θεμάτων – είτε πρόκειται για το μακεδονικό, είτε για το εκκλησιαστικό -, ακόμη κι εάν τούτο αποβεί σε βάρος της χώρας.
Στην ίδια στρατηγική, κυβερνητικά στελέχη εντάσσουν και την οξεία στάση που είχε επιδείξει ο Κυριάκος Μητσοτάκης έναντι του επιτρόπου Πιερ Μοσκοβισί όταν ο τελευταίος, μιλώντας στην Βουλή, είχε προαναγγείλει ουσιαστικά την μη περικοπή των συντάξεων, ενώ προεξοφλούν ότι το σχέδιο «αντίστασης και υπονόμευσης» – όπως το περιγράφουν χαρακτηριστικά – της συμφωνίας με την Εκκλησία θα συνεχιστεί και θα κλιμακωθεί. Σ΄ αυτή την κλιμάκωση εντάσσουν και την χθεσινή προειδοποίηση – απειλή του μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσόστομου, γνωστού για τους στενούς πολιτικούς δεσμούς του με τον Αντώνη Σαμαρά, ότι εάν η Πολιτεία προχωρήσει στην νομοθέτηση της αποσύνδεσης της μισθοδοσίας των κληρικών από το Κράτος «θα υπάρξουν πολύ άσχημες εξελίξεις και μέσα στην Ιεραρχία».
Πρόκειται για ένα μήνυμα που εκλαμβάνεται και ως καθαρή απειλή αμφισβήτησης του ίδιου του αρχιεπισκόπου, τον οποίο – σε μια κίνηση πρωτοφανή για την συντηρητική παράταξη – στοχοποιεί ευθέως πλέον η Νέα Δημοκρατία.
Απέναντι σ’ αυτά τα δεδομένα, η επιλογή του Μαξίμου είναι να επιμείνει μέχρι τέλους στην προσπάθεια να προχωρήσει η συμφωνία για τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας, συμπεριλαμβάνοντας πάντοτε και το θέμα της μισθοδοσίας των κληρικών. Το «κλειδί» εδώ, όπως επισημαίνουν κυβερνητικές πηγές, είναι να βρεθεί η φόρμουλα και οι εγγυήσεις εκείνες που θα πείσουν τους ιερείς, αλλά και τους «μη κομματικά στρατευμένους» μητροπολίτες, ότι δεν τίθετει σε κίνδυνο ούτε η μισθολογική, ούτε η εργασιακή ασφάλεια των κληρικών.
Δεν πρόκειται για εύκολο εγχείρημα απέναντι στο σκληρό πολιτικο-εκκλησιαστικό μέτωπο που έχει διαμορφωθεί, ακόμη κι εάν η κυβέρνηση προτείνει την συνταγματική κατοχύρωση της κρατικής επιδότησης στην μισθοδοσία των κληρικών. Παρά ταύτα, η πρόθεση του Μαξίμου είναι να επιμείνει και να εξαντλήσει τα περιθώρια. Όχι μόνον για λόγους αρχής, αλλά ίσως και γιατί δεν υπάρχει άλλη πολιτική επιλογή. «Το πολιτικό κόστος είναι μεγάλο, όπως ήταν και στο μακεδονικό. Και το έχουμε πληρώσει ήδη», εξηγεί επ’ αυτού κυβερνητικό στέλεχος με εμπλοκή στις συζητήσεις με την Εκκλησία. «Αρα, δεν έχουμε άλλο δρόμο από το να παλέψουμε για να κλείσει το θέμα. Και να μετρήσουμε για μια ακόμη φορά ποιοι είναι οι πραγματικοί λαϊκιστές και ποιοι τολμούν να δίνουν λύσεις».